- επιβολή
- η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω]νεοελλ.1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων»)2. αποκατάσταση τής τάξης3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνισηαρχ.-μσν.1. φόρος2. διαίσθηση, αντίληψη3. γνώσηαρχ.-μσν.παραχώρηση έρημης γης, εξαιτίας βαριάς φορολογίας, σε πλούσιο κτηματίααρχ.1. άπλωμα («ὥστε μήτε τῶν... σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς ἀνέχεσθαι», Θουκ.)2. εκσφενδόνιση εναντίον κάποιου3. προσήλωση4. άποψη5. διδασκαλία6. στον πληθ. στοιχειώδεις, βασικές έννοιες7. ροπή, τάση8. επιχείρηση, εγχείρημα («ὁ μὲν τὴν ἐπιβολὴν ἐκφροντίζων», Θουκ.)9. εγχείριση10. ποινή, πρόστιμο11. επί πλέον, πρόσθετη ποσότητα12. ο απαιτούμενος αριθμός ατόμων13. αναλογία14. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για σκέπασμα, κάλυμμα15. επίστρωση, επίστρωμα16. εποικοδόμημα17. πρόχωμα18. χλαμύδα, μανδύας, επενδύτης19. έναρξη διαπραγματεύσεως ενός θέματος20. (ρητορ.) επαναφορά21. καλλωπισμός τού λόγου22. δύναμη τού ύφους23. ενοφθαλμισμός φυτού.
Dictionary of Greek. 2013.